Εισαγωγή
Η
Ψυχολογία της Υγείας είναι ένας σχετικά νέος κλάδος που ασχολείται με την
προώθηση της υγείας, την πρόληψη της ασθένειας, τη βελτίωση του συστήματος
φροντίδας της υγείας και τη μελέτη των αιτιολογικών παραγόντων σχετικά με την
υγεία και την ασθένεια.1,2 Οι Ψυχολόγοι Υγείας προωθούν την υγεία
και προλαμβάνουν την ασθένεια μέσα από τη τροποποίηση συμπεριφορών όπως το
κάπνισμα, το αλκοόλ, η διατροφή και η άσκηση.
Τα
τελευταία χρόνια οι χρόνιες παθήσεις έχουν αυξηθεί δραματικά, όπως ο διαβήτης
και οι καρδιαγγειακές παθήσεις, που είναι συνήθως το αποτέλεσμα βλαβερών συμπεριφορών,
όπως το κάπνισμα ή η ανθυγιεινή διατροφή.3
Μειώνοντας
τις βλαβερές συμπεριφορές και υιοθετώντας συμπεριφορές που δρουν προστατευτικά
για την υγεία μας, μπορούμε να αποφύγουμε τις περισσότερες χρόνιες παθήσεις και
να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής μας. Ξεκινώντας
από αυτή τη διαπίστωση, οι Ψυχολόγοι Υγείας σχεδιάζουν προγράμματα παρέμβασης για
τη τροποποίηση της συμπεριφοράς, τα οποία βασίζονται σε θεωρητικά μοντέλα που,
όπως έχει αποδειχτεί μέσα από πλήθος ερευνών, μπορούν να προβλέψουν επιτυχώς
τις συμπεριφορές που προάγουν την υγεία και προστατεύουν από τις ασθένειες.
Επιγραμματικά
πέντε είναι τα κύρια μοντέλα που έχουν λάβει τη μεγαλύτερη προσοχή στο χώρο
τροποποίησης συμπεριφορών τα οποία και θα επιγραφούν στη συνέχεια του άρθρου.3
Μοντέλα τροποποίησης
συμπεριφορών
1.
Μοντέλο Πεποιθήσεων για την Υγεία (Health Belief Model)
Σύμφωνα
με το Μοντέλο Πεποιθήσεων για την Υγεία, αυτό που κινητοποιεί το άτομο να
υιοθετήσει μια συμπεριφορά είναι η απειλή της ασθένειας, έτσι όπως την
αντιλαμβάνεται το άτομο, και η αντίληψη
ότι τα οφέλη από αυτή την αλλαγή είναι περισσότερα από τα εμπόδια που μπορεί να
αντιμετωπίσει. Το μοντέλο αυτό, που αναπτύχθηκε από τον Becker,4 χρησιμοποιείται σήμερα ευρύτατα
στο πλαίσιο της τροποποίησης συμπεριφορών υγείας.
Το
μοντέλο περιλαμβάνει τέσσερα κύρια στοιχεία, τα οποία επιδρούν στην αντίληψη
κινδύνου που έχει το άτομο, διαμορφώνοντας την πιθανότητα τροποποίησης της
συμπεριφοράς του.3
Αυτά
τα στοιχεία είναι:
·
η
υποκειμενική αίσθηση του ατόμου για την ευπάθειά του στην εμφάνιση της
ασθένειας,
·
η
υποκειμενική του αίσθηση για τη σοβαρότητα των συνεπειών της
ασθένειας/συμπεριφοράς,
·
η
αξιολόγηση των οφελών της τροποποίησης της συμπεριφοράς και
·
η
αξιολόγηση των εμποδίων που μπορεί να αντιμετωπίσει στην αλλαγή αυτή.3
Για
να κινητοποιηθεί όμως το άτομο, ώστε να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του, πρέπει
να υπάρξει και κάποιο ερέθισμα, εσωτερικό ή εξωτερικό που να το οδηγήσει να
θέλει να τροποποιήσει τη συμπεριφορά αυτή.5 Η αυτό-αποτελεσματικότητα
του ατόμου, δηλαδή η ικανότητά του, όπως την αντιλαμβάνεται το ίδιο, να
τροποποιήσει τη συμπεριφορά του, παίζει κεντρικό ρόλο στο κατά πόσο η παρέμβαση
θα είναι εν τέλει αποτελεσματική.3
Ολοκληρώνοντας
θα πρέπει να αναφερθεί πως παρά την εκτεταμένη χρήση και αποτελεσματικότητά
του, αυτό το μοντέλο έχει κάποια αδύναμα σημεία. Δίνει μεγάλη έμφαση στις υποκειμενικές
αξιολογήσεις του ατόμου και δεν προβλέπει τρόπους αλλαγής της δυσλειτουργικής
πεποίθησης.3 Από προηγούμενες έρευνες έχει φανεί ότι η εφαρμογή του
έχει φανεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στη θεραπευτική συμμόρφωση,6 και
στη προώθηση της υγιεινής διατροφής, κυρίως όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
με άλλα μοντέλα παρέμβασης.7
2.
Μοντέλο Προσχεδιασμένης Συμπεριφοράς (Theory of Planned Behaviour)
Ένα
από τα πλέον διαδεδομένα και εξαιρετικά αποτελεσματικά μοντέλα παρέμβασης είναι
το Μοντέλο της Προσχεδιασμένης Συμπεριφοράς.8 Το μοντέλο δίνει
ιδιαίτερη βάση στην πρόθεση του ατόμου να δράσει και υποστηρίζει ότι οι
άνθρωποι συμπεριφέρονται με τον τρόπο που έχουν σκοπό να συμπεριφερθούν. Το
Μοντέλο της Προσχεδιασμένης Συμπεριφοράς αποτελεί εξέλιξη του Μοντέλου της
Έλλογης Δράσης, το οποίο και δημιουργήθηκε αρχικά από τους Fishbein & Ajzen.9
Σύμφωνα
με το Μοντέλο της Έλλογης Δράσης, η
πρόθεση του ατόμου να δράσει δημιουργείται από δύο στοιχεία:
·
την
υποκειμενική του στάση απέναντι στη συγκεκριμένη συμπεριφορά και
·
τους
υποκειμενικούς κανόνες, δηλαδή τις νόρμες.3
Αυτές
οι δύο μεταβλητές επηρεάζονται από ψυχολογικούς, δημογραφικούς και
πολιτισμικούς παράγοντες.3 Αν και το Μοντέλο της Έλλογης Δράσης
είναι αρκετά αποτελεσματικό στη πρόβλεψη συγκεκριμένων συμπεριφορών, είναι
αδύναμο ως προς τη πρόβλεψη συμπεριφορών που δεν ελέγχει το άτομο (πχ. Τις εξαρτήσεις).3
Έτσι
συμπεριλήφθηκε στο μοντέλο ένα τρίτο στοιχείο για να καλύψει αυτό το κενό,
δημιουργώντας το Μοντέλο της
Προσχεδιασμένης Συμπεριφοράς, που είναι η αντίληψη του ατόμου για τον
έλεγχο που έχει πάνω στη συμπεριφορά.8 Με άλλα λόγια, η πρόθεση του
ατόμου να δράσει εξαρτάται και από την πεποίθηση που έχει σχετικά με την
ικανότητά του να ελέγξει τη συμπεριφορά, αλλά και τον πραγματικό έλεγχο που
έχει πάνω σε αυτή τη συμπεριφορά.3,8
Συνολικά λοιπόν, τα τρία στοιχεία που απαρτίζουν το
Μοντέλο της Προσχεδιασμένης Συμπεριφοράς και διαμορφώνουν την πρόθεση της
συμπεριφοράς αλλά και την ίδια τη συμπεριφορά είναι:
·
οι
πεποιθήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά,
·
οι
πεποιθήσεις για την προσαρμογή στις προσδοκίες σημαντικών άλλων σχετικά με τη
συγκεκριμένη συμπεριφορά, και,
·
οι
πεποιθήσεις ελέγχου πάνω στη συμπεριφορά.3
Συμπερασματικά,
το Μοντέλο της Προσχεδιασμένης Συμπεριφοράς έχει φανεί ικανό να μπορεί να
προβλέψει περίπου το 40-50% της πρόθεσης της συμπεριφοράς και το 21-36% της
ίδιας της συμπεριφοράς.10 Επίσης έχει φανεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό
στην πρόβλεψη και τροποποίηση συμπεριφορών όπως η χρήση των ναρκωτικών, οι
διατροφικές συνήθειες και η φυσική άσκηση.10
3. Κοινωνιογνωστική Θεωρία (Social Cognitive Theory)
Άλλη
μια πολυσυζητημένη θεωρία είναι η Κοινωνιογνωστική Θεωρία του Bandura που έχει
τις ρίζες της στη θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης, η οποία υποστηρίζει την ύπαρξη
μιας δυναμικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε ατομικούς, περιβαλλοντικούς και
συμπεριφορικούς παράγοντες.11 Η συμπεριφορά του ατόμου επηρεάζεται
άμεσα από το περιβάλλον του και τις προσδοκίες του ως προς το τι θα επιφέρει
μια συμπεριφορά και το πως θα την αξιολογήσει.3
Το
πιο σημαντικό στοιχείο της Κοινωνιογνωστικής Θεωρίας του Bandura είναι οι προσδοκίες αυτό-αποτελεσματικότητας του
ατόμου, το κατά πόσο δηλαδή το άτομο εκτιμά ότι είναι ικανό να υιοθετήσει
μια συμπεριφορά για να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.3,11
Όσο
μεγαλύτερες είναι οι προσδοκίες
αυτό-αποτελεσματικότητας τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα τροποποίησης της
συμπεριφοράς. Όταν το άτομο έχει αποκτήσει κατάλληλες γνώσεις πάνω στην
επιθυμητή συμπεριφορά και τις απαραίτητες δεξιότητες, οι προσδοκίες
αυτό-αποτελεσματικότητάς είναι ψηλότερες και έτσι το άτομο είναι πιο πιθανό να μπορεί
να επιφέρει τις επιθυμητές αλλαγές.3
Τα
τέσσερα στοιχεία που επιδρούν και σχηματίζουν τις προσδοκίες
αυτό-αποτελεσματικότητας του ατόμου είναι:
·
οι
προσωπικές εμπειρίες και επιδόσεις,
·
η
μάθηση μέσα από πρότυπα,
·
η
λεκτική πειθώ και
·
η
συναισθηματική διέγερση.3
Για
την αποτελεσματική τροποποίηση της συμπεριφοράς, ένα άλλο σημαντικό στοιχείο
που επηρεάζει την επιτυχία της παρέμβασης είναι εκείνο του βαθμού αυτοελέγχου.3
Συνοψίζοντας,
η Κοινωνιογνωστική θεωρία του Bandura υποστηρίζεται από πλήθος ερευνών ως ένα
από τα πιο αποτελεσματικά μοντέλα πρόβλεψης και τροποποίησης συμπεριφορών υγείας.3
Εξαιρετικά βοηθητικός είναι ο προσδιορισμός των τεσσάρων μεταβλητών που διαμορφώνουν
τις προσδοκίες αυτό-αποτελεσματικότητας, ο οποίος υποδεικνύει πιθανά σημεία στα
οποία μπορούμε να στοχεύσουμε για να επιφέρουμε την επιθυμητή αλλαγή.3
4.
Διαθεωρητικό Μοντέλο (Transtheoretical Model)
Το
Διαθεωρητικό Μοντέλο δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε από τους Prochaska &
DiClemente κατά τη δεκαετία του ’80 και είναι επίσης γνωστό και ως η Θεωρία των
Σταδίων Αλλαγής (‘Stages of Change Theory’) καθώς υποστηρίζει ότι η τροποποίηση
της συμπεριφοράς είναι μια διαδικασία που επιτυγχάνεται από τη μετάβαση του
ατόμου μέσα από διαδοχικά στάδια.10
Αυτά
τα στάδια αποτελούν τα κεντρικά στοιχεία του Διαθεωρητικού Μοντέλου και είναι
τα ακόλουθα:
·
αρχικό στάδιο,
·
στάδιο προβληματισμού,
·
στάδιο προετοιμασίας,
·
στάδιο δράσης και
·
στάδιο διατήρησης.3
Στο
αρχικό στάδιο το άτομο δεν έχει προβληματιστεί. Στη συνέχεια επέρχεται ο
προβληματισμός και δημιουργείται η πρόθεση για να αρχίσει το άτομο να δρα ως
προς μια συγκεκριμένη συμπεριφορά.3 Κατά το στάδιο της
προετοιμασίας, το άτομο συγκεντρώνει απαραίτητες πληροφορίες και φτιάχνει ένα
σχέδιο δράσης.3 Στο στάδιο της δράσης, το άτομο προσπαθεί να
υλοποιήσει το σχέδιο που έβαλε (πχ. διακοπή καπνίσματος) και επέρχονται οι
επιθυμητές αλλαγές.3 Αν το άτομο καταφέρει να διατηρήσει αυτές τις
αλλαγές, τότε μεταβαίνει στο στάδιο της διατήρησης και, όταν έχει πια εξαφανιστεί
το συναίσθημα του πειρασμού να επιστρέψει στην προηγούμενη συμπεριφορά, το
άτομο θεωρείται ότι έχει φτάσει στο στάδιο του τερματισμού.3,10
Σύμφωνα
με το Διαθεωρητικό Μοντέλο, υπάρχει και μια σειρά ‘διεργασιών αλλαγής’, οι
οποίες διαφέρουν από στάδιο σε στάδιο και προβλέπουν τη μετάβαση του ατόμου στα
διαδοχικά στάδια.3 Αυτές οι διεργασίες είναι η διεργασία της
συνειδητοποίησης, της δραματικής ενίσχυσης, της περιβαλλοντικής
επαναξιολόγησης, της αυτό-αξιολόγησης, της αυτό-απελευθέρωσης, του ελέγχου
ενισχύσεων, της κοινωνικής υποστήριξης, του ελέγχου ερεθισμάτων, της
δημιουργίας ανταγωνιστικών ερεθισμάτων και της κοινωνικής απελευθέρωσης.3
Επιγραμματικά
θα πρέπει αν αναφέρουμε πως το Διαθεωρητικό Μοντέλο έχει εφαρμοστεί με
αποτελεσματικότητα σε πλήθος προγραμμάτων παρέμβασης και έχει φανεί ιδιαίτερα
αποτελεσματικό στη πρόβλεψη και τροποποίηση συμπεριφορών όπως η κατανάλωση
αλκοόλ και η φυσική άσκηση.10
5. Μοντέλο Κοινής Λογικής (Common Sense Model)
Το
Μοντέλο της Κοινής Λογικής έχει τις ρίζες του στη θεωρία της αυτορρύθμισης που
σχεδίασε ο Leventhal και υποστηρίζει ότι, όταν το άτομο αντιληφθεί μια απειλή
(π.χ. συμπτώματα), δημιουργεί αναπαραστάσεις της ασθένειας/συμπεριφοράς
χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες ή αφηρημένες πηγές πληροφόρησης.12 Το
πώς θα ερμηνεύσει αυτές τις πληροφορίες θα διαμορφώσει τη συμπεριφορά που θα
επιλέξει το άτομο (π.χ. αποφυγή).
Οι
πηγές πληροφόρησης που διαμορφώνουν τις αναπαραστάσεις είναι οι ‘κοινές’
πληροφορίες, οι πληροφορίες που προέρχονται από σημαντικούς άλλους και οι
πληροφορίες που προκύπτουν από τη τρέχουσα ή προηγούμενη, άμεση ή έμμεση
εμπειρία του ατόμου σχετικά με τη κατάσταση.3 Με βάση αυτές τις
πληροφορίες διαμορφώνονται δύο παράλληλες αναπαραστάσεις της κατάστασης, η
γνωστική και η συναισθηματική.3
·
Η γνωστική αναπαράσταση της κατάστασης
αποτελείται από πέντε στοιχεία:
·
τα αίτια που αντιλαμβάνεται το άτομο ότι
προκάλεσαν το πρόβλημα,
·
οι συνέπειες που θεωρεί ότι θα έχει πάνω
του το πρόβλημα,
·
η ταυτότητα που δίνει στο πρόβλημά του,
·
η χρονική πορεία που αφορά την αντίληψη
του ατόμου για την εξέλιξη της κατάστασής του, και
·
η ελεγξιμότητα που αφορά την πεποίθηση του
ατόμου ότι οι στρατηγικές δράσεις που ακολουθεί θα είναι αποτελεσματικές.3
Εκτός
από αυτές τις διεργασίες, υπάρχουν και οι συναισθηματικές αναπαραστάσεις του
ατόμου σχετικά με μια κατάσταση, όπως, π.χ., ο φόβος.3 Αυτές οι
αναπαραστάσεις διαμορφώνουν κατά μεγάλο μέρος τη συμπεριφορά του ατόμου (π.χ.
ιατρικές εξετάσεις, αποφυγή) και η τελική συμπεριφορά του θα επηρεαστεί και από
άλλους προσωπικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.3
Πολλές
έρευνες έχουν δείξει την αποτελεσματικότητα του Μοντέλου της Κοινής Λογικής
στην πρόβλεψη συμπεριφορών σχετικά με την υγεία και την ασθένεια.3
Ένα κύριο αρνητικό σημείο, ωστόσο, του μοντέλου είναι ότι η σχέση ανάμεσα στη
συναισθηματική και τη γνωστική αναπαράσταση δεν έχει ερευνηθεί πλήρως και η
παράλληλη φύση της λειτουργίας τους αμφισβητείται από πολλούς ερευνητές.3
Συμπεράσματα
Διάφορα
μοντέλα τροποποίησης συμπεριφορών σχετικά με την υγεία έχουν αναπτυχθεί, λαμβάνοντας
μεγάλη ερευνητική υποστήριξη ως προς την αποτελεσματικότητά της χρήσης τους σε
προγράμματα παρέμβασης για την προώθηση της υγείας και την πρόληψη της
ασθένειας. Ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί ότι οι πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις
κάνουν συνήθως χρήση στοιχείων από διαφορετικά μοντέλα για να οδηγήσουν στην
υιοθέτηση της επιθυμητής συμπεριφοράς από το άτομο.13,14
Το
βασικό μας μέλημα πρέπει να είναι το να μπορέσουμε αρχικά να διακρίνουμε την
διάθεση του ατόμου για αλλαγή ώστε να είναι ώριμο να προσπαθήσει, αλλά και το
να επικοινωνήσουμε όλοι εμείς οι ψυχολόγοι υγείας την ύπαρξη των μεθόδων αυτών αλλαγής στην
ιατρική κοινότητα, ώστε να μπορεί ο κάθε επαγγελματίας υγείας να παραπέμψει
τους ασθενείς του που έχουν ανάγκη να υιοθετήσουν νέους τρόπους συμπεριφοράς
στον κατάλληλο ειδικό για την παρέμβαση.
Δρ Γεώργιος Λυράκος CPsychol
Ψυχολόγος Υγείας
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Αθήνας
Program Director MSc Health Psychology
City Unity-Cardiff MU
Ψυχιατρικός Τομέας ΓΝΝ Αγ. Παντελεήμων
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μπορείτε να γράψετε την άποψή σας εδώ